- ποδάων
- -ονος, ὁ, Α(δωρ. τ.) βλ. ποδεών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδάονα — ποδάων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδεών — ῶνος, ο, ΝΑ και δωρ. τ. ποδάων, Α καθεμιά από τις κάτω γωνίες τετράγωνου ιστίου («καὶ ταῑς χερσὶ τοὺς ποδεῶνας κατέχοντες», Λουκιαν.) αρχ. 1. το άκρο τής δοράς, τού δέρματος από πόδι ζώου («ὑπὲρ νώτοιο καὶ αὐχένος ᾐωρεῑτο ἄκρων δέρμα λέοντος… … Dictionary of Greek